- καταλέγω
- κατα-λέγω (1), fut. -λέξω, aor. κατέλεξα. enumerate, recount, Od. 19.497, Od. 16.235; then narrate, relate, with εὖ, ἀτρεκέως, ἐν μοίρῃ, Ι 11, Il. 19.186.κατα-λέγω (2) (root λεχ), mid. fut. καταλέξεται, aor. κατελέξατο, imp. κατάλεξαι, aor. 2 κατέλεκτο, inf. καταλέχθαι, part. καταλέγμενος: mid., lay oneself down, lie down to sleep or rest, lie.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.